ορθοψάλακτος

ορθοψάλακτος
ὀρθοψάλακτος, -ον (Α)
ηχηρός, βροντώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθ(ο)-* + -ψάλακτος (< ψαλάσσω «αγγίζω, δονώ»), πρβλ. απο-ψάλακτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρθοψάλακτον — ὀρθοψάλακτος loud masc/fem acc sg ὀρθοψάλακτος loud neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”